- κολωνη
- κολώνηἥ1) высота, холм
(αἰπεῖα Hom.)
2) могильный холм, курган Soph.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(αἰπεῖα Hom.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κολώνη — κολώνη, ἡ (Α) 1. ύψωμα, λόφος ή η κορυφή του (α. «ἔστι δέ τις προπάροιθε πόλιος αἰπεῖα κολώνη», Ομ. Ιλ. β. «μέσσαι δ ἐνθα καὶ ἔνθα δύο ἀνέχουσι κολῶναι», Δίον. Περ.) 2. τύμβος («ὁρῶ κολώνης ἐξ ἄκρας νεορρύτους πηγὰς γάλακτος», Σοφ.) 3. τόπος… … Dictionary of Greek
Κολώνη — hill fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολώνη — hill fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κολώνῃ — Κολώνη hill fem dat sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολώνῃ — κολώνη hill fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κολωνίδες ή Κολωνίς ή Κολώνη — Αρχαία πόλη της Μεσσηνίας, κοντά στο σημερινό χωριό Καστέλλια. Η παρετυμολογία της λέξης οδήγησε στον μύθο ότι οι κάτοικοί της προέρχονταν από τον Κολωνό της Αττικής. Σύμφωνα με άλλη παράδοση, ήταν παλιά αποικία των Αθηναίων, που ιδρύθηκε από τον … Dictionary of Greek
Κολωναῖς — Κολώνη hill fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κολωναί — Κολώνη hill fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κολωνᾶν — Κολώνη hill fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολωνᾶν — κολώνη hill fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κολωνέων — Κολώνη hill fem gen pl (epic doric ionic) Κολωνεύς hill masc gen pl Κολωνέω̆ν , Κολωνεύς hill masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)